- σύμψηφον
- σύμψηφοςvoting withmasc/fem acc sgσύμψηφοςvoting withneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμψηφος — ον, ΜΑ μσν. αυτός που έχει εκλεγεί με κοινή ψήφο τού λαού και τού κλήρου αρχ. 1. αυτός που ψηφίζει την ίδια γνώμη, σύμφωνος («καὶ ἡμᾱς συμψήφους χρὴ τῷ θεῷ γενέσθαι», Ρουφ.) 2. λογιστής 3. φρ. α) «σύμψηφον λαβεῑν τινα» έχω κάποιον ο οποίος θα… … Dictionary of Greek